σκουπιστικά

σκουπιστικά
τα
έξοδα για το σκούπισμα κάποιου χώρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκουπιστικά — τα, Ν τα έξοδα για το σκούπισμα ενός χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίζω + κατάλ. ικά που δηλώνει πληρωμή (πρβλ. αλεστ ικά, κομιστ ικά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”